Η πρώτη χειρουργική αποκατάσταση κομμένου πτερυγίου ωτός αναφέρεται στη Βέδα (ιερό βιβλίο των Ινδών) Sushruta Samhita το 800 π.Χ. Για τις συγγενείς διαμαρτίες του ωτός, το ενδιαφέρον των ιατρών άρχισε τον 19ο αιώνα.
Ο όρος μικρωτία δεν είναι ακριβής, επειδή δίνει την εντύπωση ότι το πτερύγιο έχει κανονική διάπλαση, αλλά είναι μικρότερο του συνηθισμένου. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για απλασία ή υποπλασία του ωτός.
Παρουσιάζεται με μεγάλη ποικιλία μορφών. Αποδίδεται στην κληρονομικότητα, σε ισχαιμία της αρτηρίας του αναβολέα, σε προσβολή της μητέρας από ερυθρά κατά την εγκυμοσύνη.
Κατά κανόνα συνυπάρχει κάποιου βαθμού βαρηκοϊα. Η θεραπεία της εξαρτάται από τη μορφή και τη βαρύτητα της.
Την πλήρη διόρθωση της μικρωτίας επιχείρησε πρώτος, Βρετανός Πλαστικός Χειρουργός (Sir Harold Gilles), το 1920. Χρησιμοποίησε πλευρικό χόνδρο ως εμφύτευμα, μέθοδος που παραμένει μέχρι σήμερα ευρέως αποδεκτή.
Η μεγάλη δυσκολία αποκατάστασης οφείλεται , αφενός μεν στην ανάγλυφη αρχιτεκτονική του πτερυγίου, την οποία τίποτα δεν μπορεί να τη μιμηθεί, αφετέρου δε, στο ότι το δέρμα του αυτιού, είναι λεπτό και η επιτυχής συγκράτηση ενθεμάτων επισφαλής. Κλασική παραμένει μέχρι σήμερα η τεχνική Tanzer. Επιτυχή τροποποίηση αυτής, παρουσίασαν οι Brent & Nagata.
Η διόρθωση αρχίζει από την ηλικία των 6 ετών και ολοκληρώνεται σε 3-4 στάδια με καλά αποτελέσματα. Άλλος τρόπος αποκατάστασης, είναι η χρήση αλλοπλαστικών υλικών (Porex- Medpor, σκελετός από σιλικόνη).